- οστεοβλάστη
- ηβιολ. μεγάλο κύτταρο, σχήματος κύβου, στο οποίο οφείλεται η σύνθεση τών νέων οστών τόσο κατά το αρχικό στάδιο τής δημιουργίας τους όσο και κατά τον μετασχηματισμό τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoblast < ὀστέον / ὀστοῦν + βλαστός].
Dictionary of Greek. 2013.